- γυναικολατρία
- ηη λατρεία τής γυναίκας, η αφοσίωση στη γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυναικολάτρης. Η λ., στον μη ορθό τ. γυναικολατρεία, μαρτυρείται το 1809 από τον Γρηγόρ. Ζαλίκογλου στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.